ποικιλτά

ποικιλτά
ποικιλτά̱ , ποικιλτής
broiderer
masc nom/voc/acc dual
ποικιλτής
broiderer
masc voc sg
ποικιλτής
broiderer
masc nom sg (epic)
ποικιλτός
variegated
neut nom/voc/acc pl
ποικιλτά̱ , ποικιλτός
variegated
fem nom/voc/acc dual
ποικιλτά̱ , ποικιλτός
variegated
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποικίλτ' — ποικιλτά̱ , ποικιλτής broiderer masc nom/voc/acc dual ποικιλτά , ποικιλτής broiderer masc voc sg ποικιλτά , ποικιλτής broiderer masc nom sg (epic) ποικιλταί , ποικιλτής broiderer masc nom/voc pl ποικιλτά , ποικιλτός variegated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλτάς — ποικιλτά̱ς , ποικιλτής broiderer masc acc pl ποικιλτά̱ς , ποικιλτής broiderer masc nom sg (epic doric aeolic) ποικιλτά̱ς , ποικιλτός variegated fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLUMEUM Opus — apud Dudonem, l. 3. de Moribus, et Act. Normanner. p. 153. Bissosque niveas purpure asque aurô intextas plumeôque mirabilis artisicii holoserica commisit: Graecis recentioribus πλουμίον est seu πλουμμίον. Nam pluma πλουμίον, ut fibla φιβλίον,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ποικιλτικός — ή, ό / ποικιλτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποικιλτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην τέχνη τού ποικιλτή, στη διακόσμηση υφασμάτων κυρίως με κεντήματα 2. το θηλ. ως ουσ. η ποικιλτική (με ή χωρίς τη λέξη τέχνη) η τέχνη τού ποικιλτή, τής …   Dictionary of Greek

  • ποικιλτός — ή, όν, Α [ποικίλλω] 1. ποικιλμένος, διακοσμημένος ή ποικιλόχρωμος 2. μτφ. (για λόγο) αυτός που περιέχει λεκτικά ποικίλματα, διανθισμένος («τὸ λόγιον τὸ ποικιλτόν», Επιφάν.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποικιλτά κεντημένα υφάσματα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”